πάνοπλος

πάνοπλος
-η, -ο
1. ο καλά οπλισμένος, αυτός που έχει όλο τον οπλισμό του.
2. μτφ., ο καταρτισμένος, ο προετοιμασμένος: Ο νέος σήμερα πρέπει να έχει πολλά εφόδια, ώστε να μπει στον αγώνα της ζωής πάνοπλος.
3. για κράτος ή χώρα, ο έτοιμος για πόλεμο: Το έθνος βρέθηκε πάνοπλο στην ώρα του κινδύνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πάνοπλος — in full armour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • πάνοπλον — πάνοπλος in full armour masc/fem acc sg πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλοτάτην — πάνοπλος in full armour fem acc superl sg (attic epic ionic) πανοπλότατος the very youngest fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόπλοις — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόπλοισιν — πάνοπλος in full armour masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανόπλους — πάνοπλος in full armour masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνοπλα — πάνοπλος in full armour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνοπλοι — πάνοπλος in full armour masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • всеоружный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. πάνοπλος), хорошо вооруженный, снабженный всяким… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”